κορυφολογώ

κορυφολογώ
(Μ κορυφολογῶ, -έω)
βλ. κορφολογώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κορφολογώ — άω και κορυφολογώ, έω (Μ κορυφολογῶ, έω) [κορφολόγος] νεοελλ. 1. κάνω κορφολόγημα) «μια κόρη ρόδα εμάζευε κι αθούς εκορφολόγα», δημ. τραγούδι) 2. χαϊδεύω ερωτικά κοπέλα μσν. επιλέγω …   Dictionary of Greek

  • κορφολόγημα — και κορυφολόγημα, το (γεωπ.) το κόψιμο τών κορυφών τών βλαστών και τών άκρων τών κλαδιών σε ορισμένα καλλιεργούμενα φυτά που αποσκοπεί στη βελτίωση τής καρποφορίας, στην επιτάχυνση τής συγκομιδής, στο μεγάλωμα τών φύλλων ή που γίνεται για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”